- εὔσχημον
- εὔσχημοςmasc/fem acc sgεὔσχημοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благообразьныи — (32) пр. 1.Красивый: в нощь ˫ависѩ ѥмоу оуноша бл҃гообразьнъ зѣло. ПрЛ XIII, 83г; видѣ бо... въ ѡградѣ [жену] нагоу добрɤ и бл҃гообразноу зѣло. (εὔμορφον) Пч к. XIV, 86; жены же бл҃гообразны. и зѣло преоудобрены и оукрашены (εὐειδεῖς) ЖВИ XIV XV … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԿԵՇՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0636 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c գ. σωφροσύνη, εὑσχημοσύνη, τὸ εὕσχημον moderatio, temperantia, modestia, honestas. Պարկեշտն գոլ. ժուժկալութիւն. համեստութիւն. պատկառանք. ... *Ի սրբութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)